χρυσοκόμης — χρυσοκόμη immortelle fem gen sg (attic epic ionic) χρῡσοκόμης , χρυσοκόμης golden haired masc nom sg (doric) χρυσοκομέω have golden hair imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόμα — χρυσοκόμᾱ , χρυσοκόμη immortelle fem nom/voc/acc dual χρυσοκόμᾱ , χρυσοκόμη immortelle fem nom/voc sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱ , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc/acc dual (doric) χρῡσοκόμα , χρυσοκόμης golden haired masc voc sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόμαι — χρυσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμη immortelle fem dat sg (doric aeolic) χρῡσοκόμαι , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc pl (doric) χρῡσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμης golden haired masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόμαν — χρυσοκόμᾱν , χρυσοκόμη immortelle fem acc sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱν , χρυσοκόμης golden haired masc acc sg (epic doric aeolic) χρῡσοκόμαν , χρυσοκόμης golden haired masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόμας — χρυσοκόμᾱς , χρυσοκόμη immortelle fem acc pl χρυσοκόμᾱς , χρυσοκόμη immortelle fem gen sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱς , χρυσοκόμης golden haired masc acc pl (doric) χρῡσοκόμᾱς , χρυσοκόμης golden haired masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκόμᾳ — χρυσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμη immortelle fem dat sg (doric aeolic) χρῡσοκόμαι , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc pl (doric) χρῡσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμης golden haired masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apollo — APOLLO, ĭnis, Gr. Ἀπόλλων, ωνος, (⇒ Tab. II. & ⇒ XIV.) 1 §. Namen. Diesen haben einige von πάλλω, ich schieße, hergeleitet, weil er, als die Sonne, seine Stralen von sich schieße; Plato ap. Macrob. Saturn. l. II. c. 17. andere vom α priv. und… … Gründliches mythologisches Lexikon
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσεοκόμης — και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, ὁ, Α βλ. χρυσοκόμης … Dictionary of Greek
χρυσοκομώ — έω, Α [χρυσόκομος] είμαι χρυσοκόμης … Dictionary of Greek